Τρίτη 30 Ιουνίου 2009

Ξανά στα ίδια...

Δυστυχώς πίσω... Στα ίδια... Μόνο θετικό οι άνεμοι του Αιγαίου, τα τραγούδια της Ανατολής...

Άγριες εποχές αλλά καλώς κακώς, οι πόρτες που ανοίγουν δεν κλείνουν ποτέ...

Αφιερωμένο (μέχρι να αξιωθώ να γράψω κάτι σοβαρό) στην σκόνη που παρασέρνει ο άνεμος:



Πίπης

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2009

Μάνος Χατζηδάκης ΙΙ

Ξεκίνησα σήμερα με την πρόθεση να ανεβάσω μερικά τραγουδάκια του μεγάλου δημιουργού, αλλά πολύ γρήγορα τα παράτησα. Μέσα από ένα τεράστιο όγκο δουλειάς, με το ένα τραγούδι το ίδιο αριστούργημα με το άλλο ποιό να διαλέξω και ποιο να αφήσω;

Οπότε σας παραδίδω μια playling list και καθάρισα...

Πίπης

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2009

Μάνος Xατζηδάκις: ένας μεγάλος δημιουργός...

Σαν σήμερα πριν από δεκαπέντε χρόνια, 15 Ιουνίου του 1994 έσβησε ο Μάνος Χατζηδάκις...

Κανονικά τώρα θα έπρεπε να αναρτήσω μερικά τραγουδάκια, αλλά η σύνδεση μου είναι ολίγον τι προβληματική απόψε, οπότε χρωστάω...

Πίπης

Σάββατο 13 Ιουνίου 2009

"O Θεός να σας έχει καλά, κύριοι"

Με αφορμή μια αναζήτηση στο google για άσχετο θέμα, έπεσα πάνω σε μια από τις πιο παράξενες, αλλά ταυτόχρονα και γοητευτικές στιγμές στην σύγχρονη ιστορία.

Είναι 24η Δεκεμβρίου του 1914. Παραμονή Χριστουγέννων. Στα σύνορα μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας εκατομμύρια ευρωπαίοι αλληλοσκοτώνονται. Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος μαίνεται και ήδη τετρακόσιες χιλιάδες στρατιώτες έχουν χαθεί...

Το πρωινό όμως εκείνο είναι κάπως παράξενο.

Τα κανόνια έχουν ησυχάσει για λίγο, τα χημικά αέρια δεν εκτοξεύονται από τα χαρακώματα, ακόμη κι ένας βορειοευρωπαικός ήλιος τολμά να ξεμυτίσει. Τα γεγονότα από δω και κάτω μπορεί να μην ανταποκρίνονται εντελώς στην πραγματικότητα, αλλά κάπως έτσι θα έγιναν...

Την αρχή φαίνεται να κάνει ένας γερμανός, ο οπλίτης που αρχίζει να ψάλει την Άγια Νύχτα. Οι βρετανοί από την άλλη τον συγχαίρουν, απαντού, ο γερμανός σηκώνεται άοπλος, διασχίζει τη νεκρή ζώνη και πάει προς τα χαρακώματα της Αντάντ. Οι βρετανοί δεν απαντούν και συναντούν τον γερμανό.

Αυτό ήταν...

Ευχές και δώρα ανταλάσσονται, ένα ποδοσφαιρικό παιχνίδι κανονίζεται, όλοι αυτοί που μερικά λεπτά πριν σκότωναν ο ένας τον άλλο αγκαλιασμένοι εύχονται από καρδιάς τα καλύτερα...

Βρετανοί και Γάλλοι πολυβολητές ποζάρουν μαζί στην πιο παράξενη ανακωχή...

Η πιο παράξενη ανακωχή στην ιστορία των Πολέμων έχει ξεκινήσει. Εξαπλώνεται σαν φωτιά από πάνω έως κάτω στο μέτωπο και σε μήκος 800 χιλιομέτρων τα όπλα σιγούν. Ένα εκατομμύριο στρατιώτες συμμετέχουν... Τα επιτελεία φυσικά τρελαίνονται...

Δύο μέρες μετά τα πάντα επανέρχονται... Πάλι αίμα, πάλι μίσος, πάλι τα ίδια...

Η πραγματική αυτή ιστορία ενέπνευσε τον Christian Carion στο γύρισμα μιας πολύ όμορφης ταινίας, της Joyeux Noel (δείτε το trailer, o παππάς που ορύεται για το "διαβολικό" είναι ΟΛΑ τα λεφτά) σκηνές από την οποία θα βρείτε στο βίντεο παρακάτω:



Περισσότερα, αν και κάπως "γλυκερά" θα βρείτε εδώ. Φυσικά μια αναζήτηση στο google θα δώσει πάρα πολλά αποτελέσματα, δυστυχώς στα αγγλικά. Παραθέτω ενδεικτικά την αγγλική wikipedia.

Πραγματικά απίστευτες σταγόνες ιστορίας... Και απόλυτα διδακτικές...

Πίπης

Πέμπτη 11 Ιουνίου 2009

To κοράκι: Edgar Allan Poe και Omnia


Κομματάρα...

To κοράκι (The Raven)
Edgar Allan Poe / Omnia



Once upon a midnight dreary, while I pondered, weak and weary,
Over many a quaint and curious volume of forgotten lore,
While I nodded, nearly napping, suddenly there came a tapping,
As of someone gently rapping, tapping at my chamber door.
"'Tis some visitor," I muttered, "tapping at my chamber door-
Only this, and nothing more."

Ah, distinctly I remember it was in a bleak December,
And each separate dying ember wrought its ghost upon the floor.
Eagerly I wished the morrow;- vainly I had sought to borrow
From my books surcease of sorrow- sorrow for the lost Lenore-
For the rare and radiant maiden whom the angels name Lenore-
Nameless here for evermore.

And the silken sad uncertain rustling of each purple curtain
Thrilled me- filled me with fantastic terrors never felt before;
Presently to still the beating of my heart, I stood repeating,
"'Tis some visitor entreating entrance at my chamber door-
Some late visitor entreating entrance at my chamber door;-
Merely this, and nothing more."

Out into the darkness peering, long I stood there wondering, fearing,
Doubting, dreaming dreams no mortals ever dared to dream before;
But the silence was unbroken, and the stillness gave no token,
And the only word there spoken was the whispered word, "Lenore!"
This I whispered, and an echo murmured back the word, "Lenore!"-
Merely this, and nothing more.

Back into the chamber turning, all my soul within me burning,
Soon again I heard a tapping somewhat louder than before.
"Surely," said I, "surely that is someone at my window lattice:
Let me see, then, what thereat is, and this mystery explore-
Let my heart be still a moment and this mystery explore,
'Tis the wind and nothing more."

Open wide I flung the shutter, when, with many a flirt and flutter,
In there stepped a stately Raven of the saintly days of yore;
Not the least obeisance made he; not a minute stopped or stayed he;
But, with mien of lord or lady, perched above my chamber door-
Perched upon a bust of Eris just above my chamber door-
Perched, and sat, and nothing more.

Then this ebony bird beguiling my sad fancy into smiling,
By the grave and stern decorum of the countenance it wore.
"Though thy crest be shorn and shaven, thou," I said, "art sure no craven,
Ghastly grim and ancient raven wandering from the Nightly shore-
Tell me what thy lordly name is on this Night's Plutonian shore!"
Quoth the Raven, "Nevermore."


And the Raven, sitting lonely on the placid bust, spoke only
That one word, as if his soul in that one word he did outpour.
Nothing further then he uttered- not a feather then he fluttered-
Till I scarcely more than muttered, "other friends have gone before-
On the morrow he will leave me, as my hopes have flown before."
said the Raven, "Nevermore."

Then methought the air grew denser, perfumed by an unseen censer
Swung by Seraphim whose footfalls tinkled on the tufted floor.
Once more on the velvet sinking, I betook myself to linking
Fancy unto fancy, thinking what this ominous bird of yore-
What this grim, ungainly, ghastly, gaunt and ominous bird of yore
Meant in croaking "Nevermore."


"Prophet!" said I, "thing of evil!- prophet still, if bird or devil!-
Whether Tempter sent, or whether tempest tossed thee here ashore,
Desolate yet all undaunted, on this desert isle enchanted-
On this home by horror haunted- tell me truly, I implore-
Is there- is there balm in Gilead?- tell me- tell me, I implore!"
Quoth the Raven, "Nevermore."

"Prophet!" said I, "thing of evil- prophet still, if bird or devil!
By that Heaven stretched above us- by that God we both adore-
Tell this soul with sorrow laden if, within the distant Aidenn,
It shall clasp a sainted maiden whom the angels name Lenore-
Clasp a rare and radiant maiden whom the angels name Lenore."
Quoth the Raven, "Nevermore."

"Be that word our sign in parting, bird or fiend," I shrieked, upstarting-
"Get thee back into the tempest and the Night's Plutonian shore!
Leave no black plume as a token of that lie thy soul hath spoken!
Leave my loneliness unbroken!- quit the bust above my door!
Take thy beak from out my heart, and take thy form from off my door!"
Quoth the Raven, "Nevermore."

And the Raven, never flitting, still is sitting, still is sitting
On the pallid bust of Eris just above my chamber door;
And his eyes have all the seeming of a demon's that is dreaming,
And the lamplight o'er him streaming throws his shadow on the floor;
And my soul from out that shadow that lies floating on the floor
Shall be lifted- nevermore!


Paul Gustave Dore, Raven

Κάποια φορά, μεσάνυχτα,
ενώ εμελετούσα κατάκοπος κι αδύναμος ένα παλιό βιβλίο μιας επιστήμης άγνωστης,
άκουσα ένα κρότο σα να χτυπούσε σιγανά κανείς στη ξώπορτά μου.
"Κανένας ξένος", σκέφτηκα "οπού χτυπά τη πόρτα, τούτο θα είναι μοναχά και όχι τίποτ' άλλο".

Θυμάμαι ήταν στον ψυχρό και παγερό Δεκέμβρη και κάθε λάμψη της φωτιάς σα φάντασμα φαινόταν. Ποθούσα το ξημέρωμα, μάταια προσπαθούσα να δώσει με παρηγορία στη λύπη το βιβλίο, για τη γλυκιά Ελεονόρα μου, την όμορφη τη κόρη όπως οι αγγέλοι τη καλούν, ενώ εδώ δεν έχει για πάντα ούτε όνομα.

Και τ' αλαφρό μουρμουρητό που κάναν οι κουρτίνες με άγγιζε, με γέμιζε με τρόμους φανταχτούς, και για να πάψει τ' άγριο το χτύπημα η καρδιά μου σηκώθηκα φωνάζοντας: "Θα είναι κάποιος ξένος όπου ζητά να κοιμηθεί έδω στη κάμαρά μου αυτό θα είναι μοναχά και περισσότερο όχι".

Τώρα μου φάνηκε η ψυχή πιο δυνατή για τούτο, "Κύριε" είπα, "ή Κυρά, ζητώ να συγχωρείστε, γιατί εγώ ενύσταζα κι ο κρότος ήταν λίγος, ήσυχος, που δεν άκουσα εάν χτυπά η πόρτα" κι άνοιξα στους αγέρηδες ορθάνοιχτη τη πόρτα σκοτάδι ήταν γύρω μου και όχι τίποτ' άλλο.

Μες στο σκοτάδι στάθηκα ώρα πολλή μονάχος, γεμάτος τρόμους κι όνειρα που πρώτη φορά τότε η λυπημένη μου ψυχή στα βάθη της επήρε, μα η σιγή ήταν άσωστη και το σκοτάδι μαύρο κι "Ελεονόρα" μοναχά ακούγονταν η ηχώ από τη λέξη που 'βγαινε απ' τα ανοιχτά μου χείλη. Αυτό μονάχα ήτανε και όχι τίποτ' άλλο.

Γυρίζοντας στη κάμαρα με μια καρδιά όλο φλόγα, άκουσα πάλι να χτυπούν πιο δυνατά από πρώτα. "Σίγουρα κάποιος θα χτυπά από το παραθύρι, ας πάω να δω κι ας λύσω πια ετούτο το μυστήριο, ας ησυχάσει η μαύρη μου καρδιά και θα το λύσω, θα είναι οι αγέρηδες και όχι τίποτ' άλλο.

'Ανοιξα το παράθυρο κι ένα κοράκι μαύρο με σχήμα μεγαλόπρεπο στη κάμαρα μου μπήκε και χωρίς διόλου να σταθεί ή ν' αμφιβάλλει λίγο, επήγε και εκάθισε στη πέτρινη Παλλάδα απάνω από τη πόρτα μου, γιομάτο σοβαρότη. Κουνήθηκεν, εκάθισε και όχι τίποτ' άλλο.


Το εβενόχρωμο πουλί που σοβαρό καθόταν τη λυπημένη μου ψυχή έκανε να γελάσει. "Χωρίς λοφίο", ρώτησα, "κι αν είν' η κεφαλή σου δεν είσαι κάνας άνανδρος, αρχαϊκό κοράκι, που κατοικείς στις πένθιμες ακρογιαλιές της Νύχτας; Στ' όνομα της Πλουτωνικής της Νύχτας, τ' όνομά σου!" Και το κοράκι απάντησε: "Ποτέ από 'δω και πια".

Ξεπλάγηκα σαν άκουσα το άχαρο πουλί ν' ακούει τόσον εύκολα τα όσα το ρωτούσα αν κι η μικρή απάντηση που μου 'δωσε δεν ήταν καθόλου ικανοποιητική στα όσα του πρωτόπα, γιατί ποτέ δεν έτυχε να δεις μες στη ζωή σου ένα πουλί να κάθεται σε προτομή γλυμμένη απάνω από τη πόρτα σου να λέει: "Ποτέ πια".

Μα το Κοράκι από κει που ήταν καθισμένο δεν είπε άλλη λέξη πια σα να 'ταν η ψυχή του από τις λέξεις: "Ποτέ πια", γεμάτη από καιρό. Ακίνητο καθότανε, χωρίς ένα φτερό του να κινηθεί σαν άρχιζα να ψιθυρίζω αυτά: "Τόσοι μου φίλοι φύγανε ως και αυτές οι Ελπίδες κι όταν θε να 'ρθει το πρωΐ κι εσύ θε να μου φύγεις". Μα το πουλί απάντησε: "Ποτέ από δω και πια".

Ετρόμαξα στη γρήγορη απάντηση που μου 'πε πάντα εκεί ακίνητο στη προτομήν απάνω. "Σίγουρα" σκέφτηκα, "αυτό που λέει και ξαναλέει θα είναι ό,τι έμαθε από τον κύριό του που αμείλικτη η καταστροφή θα του κοψ' το τραγούδι που θα 'λεγεν ολημερίς και του 'καμε να λέει λυπητερά το "Ποτέ πια" για τη χαμένη ελπίδα".

Μα η θέα του ξωτικού πουλιού μ' έφερε γέλιο κι αρπάζοντας το κάθισμα εκάθισα μπροστά του και βυθισμένος σ' όνειρα προσπάθησα να έβρω τι λέει με τη φράση αυτή, το μαύρο το Κοράκι, το άχαρο, τ' απαίσιο, ο τρόμος των ανθρώπων, σαν έλεγε τις θλιβερές τις λέξεις: "Ποτέ Πια!".

Κι έτσι ακίνητος βαθιά σε μαύρες σκέψεις μπήκα χωρίς μια λέξη μοναχά να πω εις το Κοράκι που τα όλο φλόγα μάτια του μες στη καρδιά με καίγαν. Έτσι σκεφτόμουν έχοντας στο βελουδένιο μέρος του παλαιού καθίσματος γερμένο το κεφάλι, στο μέρος που το χάϊδευαν η λάμψη της καντήλας, εκεί όπου η αγάπη μου δε θ' ακουμπήσει πια!

Τότε ο αγέρας φάνηκε σα να 'ταν μυρωμένος από 'να θυμιατήριο αόρατο που αγγέλοι και Σεραφείμ το κούναγαν και τ' αλαφρά τους πόδια ακούγονταν στο μαλακό χαλί της κάμαράς μου. "Ναυαγισμένε" φώναξα, "αναβολή σου στέλνει με τους αγγέλους, ο Θεός και μαύρη λησμοσύνη για τη χαμένη αγάπη σου την όμορφη Λεονόρα. Πιες απ' το μαύρο το πιοτό της Λήθης και λησμόνα εκείνην όπου χάθηκε". Και το Κοράκι είπε: "Ποτέ από δω και πια!".

Είπα: "Προφήτη των κακών, είτε πουλί είτε δαίμων είτε του μαύρου πειρασμού αποσταλμένε συ είτε στης άγριας θύελλας το μάνιασμα χαμένε, αλλ' άφοβε, στον κόσμο αυτόπου κατοικεί ο Τρόμος, πες μου με ειλικρίνεια, υπάρχει δω στον κόσμο της λύπης κανά βάλσαμο που δίνει η Ιουδαία; Πες μου!", μα κείνο απάντησε: "Ποτέ από δω και πια!".

"Προφήτη", είπα, "δαίμονα, της Συφοράς πουλί, Προφήτης όμως πάντοτε, στον Ουρανό σ' ορκίζω, που απλώνεται από πάνω μας παρηγορήτρα αψίδα, εις του Θεού το όνομα που οι δυο μας τον λατρεύουν, πες μου αν στον Παράδεισο θε ν' αγκαλιάσω κείνη, εκείνη που οι άγγελοι τη λεν Ελεονόρα"; Και το κοράκι απάντησε: "Ποτέ από δω και πια!".

"Ας γίν' η μαύρη φράση σου το σύνθημα να φύγεις", εφώναξα αγριωπός πηδώντας κει μπροστά του. "Πήγαινε πάλι να χαθείς στην άγρια καταιγίδα ή γύρνα στις ακρογιαλιές της Πλουτωνείου Νύχτας ούτ' ένα μαύρο σου φτερό δε θέλω δω ν' αφήσεις ενθύμηση της φράσης σου της ψεύτικης και πλάνας βγάλ' απ' τη δόλια μου καρδιά το ράμφος που 'χεις μπήξει και σύρε τη φανταστική μορφή σου στα σκοτάδια!" Και το Κοράκι απάντησε: "Ποτέ από δω και πια!".

Και το Κοράκι ακίνητο στη προτομή όλο μένει, στης Αθηνάς τη προτομή απάνω από τη πόρτα και τ' αγριωπά τα μάτια του σα του Διαβόλου μοιάζουν όταν μονάχος σκέφτεται. Και το θαμπό λυχνάρι ρίχνει σκια στο πάτωμα σαν πέφτει στο Κοράκι. Και η ψυχή μου ανήμπορη δε θα μπορέσει πια να βγει απ' τον αμφίβολο τον κύκλο της Σκιάς που φαίνεται στο πάτωμα. Ποτέ από δω και πια!

Μετάφραση: Κώστας Ουράνης

Τρίτη 9 Ιουνίου 2009

Guns 'N Roses και Terminator

Και μιας και καταφέραμε να δούμε την συνέχεια του terminator (the salvation) θυμηθήκαμε το παλιό εκείνο τραγουδάκι των Guns 'N Roses που έγραψαν για το Terminator 2...

Guns N' Roses στο You Could Be Mine λοιπόν...


Τ

I'm a cold heartbreaker
Fit ta burn and I'll rip your heart in two
An I'll leave you lyin' on the bed with your ass in the air
I'll be out the door before ya wake
It's nuthin' new ta you
'Cause I think *we've seen that movie too


'Cause you could be mine
But you're way out of line
With your bitch slap rappin'
And your cocaine tongue
You get nuthin' done
I said you could be mine


Now holidays come and then they go
It's nothin' new today
Collect another memory
When I come home late at night
Don't ask me where I've been
Just count your stars I'm home again


'Cause you could be mine
But you're way out of line
With your bitch slap rappin'
And your cocaine tongue
You get nuthin' done
I said you could be mine


You've gone sketchin' too many times
Why don't ya give it a rest
Why
Must you find
Another reason to cry


While you're breakin' down my back n'
I been rackin' out my brain
It don't matter how we make it
'Cause it always ends the same
You can push it for more mileage
But your flaps r' wearin' thin
And I could sleep on it 'til mornin'
But this nightmare never ends
Don't forget to call my lawyers
With ridiculous demands
An you can take the pity so far
But it's more than I can stand
'Cause this couchtrip's gettin' older
Tell me how long has it been
'Cause 5 years is forever
An you haven't grown up yet


You could be mine
But you're way out of line
With your bitch slap rappin'
And your cocaine tongue
You get nuthin' done
I said you could be mine
You should be
You could be mine

Πίπης

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2009

Χωροχρόνος

Αντιγράφω από εδώ:

Γιωργής: "Μαμά, μπαμπά, ξέρω πώς μπορούμε να ταξιδέψουμε στο μέλλον!"

[χτες προσπαθούσα να τους εξηγήσω την έννοια του χωροχρόνου μέσα από το "ταξίδι στο χρόνο"... μη βαράτε, εκείνα με ρωτήσανε....]

"Απλά θα περιμένουμε!"

Λιακάδα!

Βαριά φιλοσοφία, από μικρά στόματα... Που ενίοτε αποστομώνουν...

Πίπης